- ἔφυσα
- ἔφῡσα , ἐφύωrain uponaor ind act 1st sg (homeric ionic)ἔφῡσα , φύωbring forthaor ind act 1st sgφύζωaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφύσα — ἐφύ̱σᾱ , φυσάω blow imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
χιονιστής — ο, Ν 1. χιονιάς 2. ψυχρός άνεμος που πνέει από ψηλά μέρη, όπου έχει χιονίσει («κραταιός και βαρύπνοος βορράς, χιονιστής, εφύσα κατά τας παραμονάς τής αγίας ημέρας», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ι. Ρίζο… … Dictionary of Greek
ἔφυσ' — ἔφῡσαι , ἐφύω rain upon aor imperat mid 2nd sg ἔφῡσα , ἐφύω rain upon aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔφῡσε , ἐφύω rain upon aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔφῡσα , φύω bring forth aor ind act 1st sg ἔφῡσε , φύω bring forth aor ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
bheu-, bheu̯ǝ- (bhu̯ā-, bhu̯ē-) : bhō̆ u- : bhū- — bheu , bheu̯ǝ (bhu̯ā , bhu̯ē ) : bhō̆ u : bhū English meaning: to be; to grow Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “wachsen, gedeihen” Note: (probably = “to swell”), compare O.Ind. prábhūta ḥ with O.Ind. bhūri ḥ etc under *b(e)u … Proto-Indo-European etymological dictionary